- οντολόγος
- οο ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με την οντολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οντολόγος — ο αυτός που ασχολείται με την οντολογία ή αυτός που εξετάζει τα πράγματα με οντολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ontologist (< ὄν, ὄντος + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Ιω. Ν. Λεβαδέα] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek